μαστιγία

μαστιγία
μαστιγίᾱ , μαστιγίας
one that wants whipping
masc nom/voc/acc dual
μαστιγίας
one that wants whipping
masc voc sg
μαστιγίᾱ , μαστιγίας
one that wants whipping
masc voc sg (attic)
μαστιγίᾱ , μαστιγίας
one that wants whipping
masc gen sg (doric aeolic)
μαστιγίας
one that wants whipping
masc nom sg (epic)
μαστῑγίᾱ , μαστιγίης
masc nom/voc/acc dual
μαστῑγία , μαστιγίης
masc voc sg
μαστῑγίᾱ , μαστιγίης
masc voc sg (attic)
μαστῑγίᾱ , μαστιγίης
masc gen sg (doric aeolic)
μαστῑγία , μαστιγίης
masc nom sg (epic)
μαστιγίᾱ , μαστιγιάω
long for
pres imperat act 2nd sg
μαστιγίᾱ , μαστιγιάω
long for
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαστιγία — μαστιγία, ἡ (Α) 1. η μάστιγα ή το μαστίγωμα 2. είδος φυτού που χρησιμοποιούνταν στη μαγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + κατάλ. ία (πρβλ. κοκκυγ ία)] …   Dictionary of Greek

  • μαστιγίαν — μαστιγίᾱν , μαστιγίας one that wants whipping masc acc sg (attic epic doric aeolic) μαστιγίας one that wants whipping masc acc sg μαστῑγίᾱν , μαστιγίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) μαστῑγίαν , μαστιγίης masc acc sg μαστιγίᾱν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστιγίας — μαστιγίᾱς , μαστιγίας one that wants whipping masc acc pl μαστιγίᾱς , μαστιγίας one that wants whipping masc nom sg (attic epic doric aeolic) μαστῑγίᾱς , μαστιγίης masc acc pl μαστῑγίᾱς , μαστιγίης masc nom sg (attic epic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστιγοφόρα ή μαστιγωτά — Ομοταξία πρωτοζώων, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός ή περισσότερων μαστιγίων ως οργανίδια κίνησης, τουλάχιστον σε κάποιο στάδιο της ζωής τους. Τα μ. θεωρούνται τα πιο πρωτόγονα από όλες τις ομάδες των πρωτοζώων. Αποτελούν έναν σύνδεσμο… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτρια — Γιορτή που διεξαγόταν στην Αττική προς τιμήν της θεάς Δήμητρας. Όσοι συμμετείχαν στη γιορτή χτυπούσαν ο ένας τον άλλο με ξύλα και μαστίγια από φλοιούς δέντρων. Δ. ονομάστηκε για ένα διάστημα και η γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων που τελούσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • αλύτης — I (alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους… …   Dictionary of Greek

  • ανισογαμία — Άνισος, μοργανατικός γάμος, δηλαδή ο νομικά έγκυρος γάμος μεταξύ ενός άντρα βασιλικής γενιάς και μιας γυναίκας χαμηλότερης τάξης, κατά τον οποίο η σύζυγος και τα παιδιά της δεν κληρονομούν τους τίτλους του συζύγου. (Βιολ.) Όρος που αναφέρεται στη …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”